σαπωναρία

σαπωναρία
(saponaria). Φυτό της οικογένειας των καρυοφυλλιδών (δικοτυλήδονα), γνωστό και ως σαπουνόχορτο. Φυτρώνει και στην Ελλάδα σε ακαλλιέργητες δροσερές περιοχές. Φτάνει σε ύψος τα 70 εκ. και είναι πόα πολυετής με βλαστό ισχυρό, όρθιο, οζώδη και αρθρωτό, που διακλαδίζεται και γίνεται θυσανωτός στο ανώτερο τμήμα του. Έχει φύλλα αντίθετα, ελλειπτικά, λογχοειδή, βραχύμισχα τα κατώτερα, άμισχα τα ανώτερα ελαφρά ανώμαλα στα χείλη και με 3 ως 5 νευρώσεις. Τα άνθη, μεγάλα και με λεπτό άρωμα, έχουν κάλυκα σωληνοειδή και οδοντωτό και στεφάνη με 5 ωχρορόδινα πέταλα, βραχύμισχα και ονυχωτά. Ο καρπός τους είναι κάψα με πολλούς σπόρους, η οποία προστατεύεται από τον κάλυκα που παραμένει στον καρπό. Το φυτό οφείλει το όνομά του στο γεγονός ότι περιέχει, κυρίως στις ρίζες του, σαπωνίνη, γλυκοσίδιο που εξάγεται με θερμό, ως το βαθμό βρασμού, οινόπνευμα: η ουσία αυτή, διαλυτή στο νερό έχει την ιδιότητα να αφρίζει σαν σαπούνι, και χρησιμοποιείται για το πλύσιμο υφασμάτων και την αφαίρεση του λίπους των μαλλιών. Η ρίζα της χρησιμοποιείται ως αποχρεμπτικό, διουρητικό και καθαρτικό φάρμακο. Η σ. η ωκυμαειδής, είναι μικρό φυτό με άφθονα ρόδινα άνθη, αυτοφυές σε πετρώδεις τοποθεσίες των υποορεινών και υποαλπικών περιοχών, από το οποίο έχουν προέλθει πολυάριθμες καλλωπιστικές πουαλίες. Η κουϊλλάγια η σαπωναρία, δέντρο της Ν. Αμερικής, έχει στον κιτρινωπό φλοιό του οξαλικό ασβέστιο. Η ελληνική χλωρίδα, εκτός από τη σ. την φαρμακευτική περιλαμβάνει πέντε ακόμα είδη: την καλαβρική, την ανατολική, την αντωοειδή, την αδενώδη, και τη βελλιδόφολλο.
* * *
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας καρυοφυλλίδες τής τάξης καρυοφυλλώδη, με 30 περίπου είδη, που είναι ιθαγενή τής Ευρώπης και τής Ασίας, αλλά έχουν ως κέντρο κατανομής τους την περιοχή τής Μεσογείου, και τών οποίων δύο, τα Saponaria officinalis και Saponaria calabrica, κοινώς γνωστά ως σαπουνόχορτα ή σαπουνόρριζες, έχουν φύλλα και ρίζες που περιέχουν σαπωνίνες, με αποτέλεσμα να σχηματίζουν αφρό στο νερό και να ασκούν απορρυπαντική δράση, γι' αυτό και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την πλύση μεταξωτών και μάλλινων υφασμάτων χωρίς να αλλοιώνουν τα χρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. saponaria < νεολατ. saponaria < λατ. sapo, -ōnis «σαπούνι» + λατ. κατάλ. -arius. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σαπουνόχορτο — Βλ. λ. σαπωναρία. Άνθη του φυτού σαπουνόχορτο. * * * το, Ν βοτ. το φυτό σαπωναρία …   Dictionary of Greek

  • κέρδον — κέρδον, τὸ (Α) το φυτό στρουθίον, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στο γένος σαπωναρία …   Dictionary of Greek

  • σαπωνίνη — η, Ν συν. στον πληθ. οι σαπωνίνες (βιοχ. βοτ.) ονομασία χημικών ενώσεων, φυτικών γλυκοζιτών, που απαντούν σε διάφορα φυτά και ιδίως σε ορισμένα είδη τού γένους σαπωναρία, είναι διαλυτές στο νερό, χαρακτηρίζονται από ισχυρό αφρισμό τών υδατικών… …   Dictionary of Greek

  • τσουένι — και τσογένι και τσουγένι, το, Ν βοτ. α) κοινή ονομασία είδους τού φυτού σαπωναρία β) η ρίζα τού φυτού αυτού, την οποία στο παρελθόν χρησιμοποιούσαν αντί για σαπούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. τουρκικής προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • χαλβαδόρ(ρ)ιζα — η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τών ελληνικών ειδών τού γένους σαπωναρία, που χρησιμοποιείται για την παρασκευή χαλβά …   Dictionary of Greek

  • ωκιμοειδής — ές, ΜΑ 1. όμοιος με το φυτό ώκιμο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠκιμοειδές α) αρχαία ονομασία φυτού, που, σύμφωνα με τον Διοσκορίδη, ανήκει στο γένος σαπωναρία ή στο γένος σιληνή, η προβαταία* β) είδος τού φυτού χαμαιλέων γ) το φυτό κλινοπόδιο δ) το φυτό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”